ΝΕΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΝΕΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Ομιλία του δημοσιογράφου Γιώργου Γιαννουλόπουλου στην εκδήλωση του ΑΡ.ΣΗ. για τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του

ΜΙΧΑΛΗΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την ΑΡ.ΣΗ. γιατί με την πρόσκληση να μιλήσω στην αποψινή εκδήλωση μου δίνει την ευκαιρία όχι να ξεπληρώσω αλλά να δηλώσω ένα χρέος προς τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη.
Δεν θα σας διηγηθώ προσωπικές αναμνήσεις γιατί όποια αξία κι αν έχουν για μένα, δύσκολα μεταφράζονται σε πολιτικό δημόσιο λόγο και κυρίως δεν συνιστούν επιχείρημα. (Αυτό είμαι βέβαιος ότι θα μου το επισήμανε κι ο ίδιος αν μπορούσε να μου μιλήσει). Ούτε θα αναφερθώ στη σταδιοδρομία του επειδή το έχουν ήδη κάνει άλλοι και μάλιστα διεξοδικά.
Αποφάσισα λοιπόν να επιχειρήσω κάτι ενδιάμεσο:
Θα μιλήσω για δύο πράγματα που ο Μιχάλης με δίδαξε με το παράδειγμα του, και τα οποία δεν παραπέμπουν άμεσα στις ιδέες ή τις πολιτικές θέσεις του αλλά στο πως αντιμετώπιζε την πολιτική. Κοντολογίς το θέμα μου είναι ο τρόπος του Μιχάλη Παπαγιαννάκη.
Το πρώτο έχει να κάνει εν γένει με τον πολιτικό λόγο, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι δικανικός. Επικεντρώνεται στα σημεία που μας συμφέρουν και υποβαθμίζει εκείνα που δεν μας συμφέρουν. Κι επειδή υπάρχουν αναλογίες, αναλογίες που θα πρέπει μια μέρα να μας προβληματίσουν, ανάμεσα στα κόμματα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και στα ανταγωνιζόμενα εμπορικά καταστήματα, ο πολιτικός λόγος είναι και λόγος διαφημιστικός, με την έμφαση στην αρνητική διαφήμιση. Γενικά οι πολιτικοί φέρνουν στο νου ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει. Οι παλιοί ίσως το θυμούνται, οι νέοι σίγουρα δεν το έχουν ακούσει. Αναφέρομαι στο ευγενές επάγγελμα του μπεσατζή. Ο μπεσατζής ήταν υπάλληλος, συνήθως σε κατάστημα γυναικείων ειδών, ο οποίος στεκόταν έξω στο πεζοδρόμιο και προσπαθούσε να πείσει τις εν δυνάμει πελάτισσες που περνούσαν, να μπουν μέσα και να ψωνίσουν. Αυτό δεν το λέω για να υποτιμήσω τη δημοκρατία ή τους πολιτικούς. Χωρίς μπεσατζήδες πολιτική δεν γίνεται. Αξίζει όμως να σκεφτόμαστε κάπου – κάπου το ρόλο τους μια και όλοι τον έχουμε κατά καιρούς υποδυθεί.
Τι πουλάει ένα πολιτικό κόμμα με τον δικανικό και διαφημιστικό του λόγο; Γενικεύοντας και συμπυκνώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πραμάτεια του συνίσταται σε αναγνώσεις των γεγονότων που οδηγούν σε πράξεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν τις ιδεολογικές του επιδιώξεις και συνεπώς τις προωθούν. Ο Μιχάλης ήταν ζώο πολιτικό. Πολιτικότατο. Και ήταν επίσης ζώο κομματικό. Με άλλα λόγια πίστευε ότι οι ιδέες και οι αναλύσεις δεν αρκεί να είναι ορθές και εμβριθείς εφόσον οφείλουν να γίνουν πράξη, δηλαδή, ως εφαρμογή της πολιτικής ενός κόμματος, να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα και να την αλλάξουν. Ήξερε επίσης και κάτι άλλο: ότι ο πολιτικός, ως μπεσατζής, πρέπει πάντα να εκπέμπει ένα μήνυμα εύληπτο και σαφές, κάτι που ο μη ειδικός θα μπορέσει να καταλάβει και να συσχετίσει με τη δική του οπτική και το δικό του πρόβλημα. Θα μου πείτε: μα καλά, αυτό δεν κάνουν όλοι οι πολιτικοί; Δυστυχώς η απάντηση είναι όχι. Και θα προσπαθήσω να το αποδείξω αναλύοντας τον τρόπο του Μιχάλη.
Όπως θα θυμόσαστε όσοι τον γνωρίσατε από κοντά, διαβάσατε κείμενά του ή τον ακούσατε να μιλάει, δεν ξεκινούσε από την απάντηση αλλά από την ερώτηση, το πρόβλημα, και το πρώτο που έκανε ήταν να επισημάνει τις διαφορετικές πτυχές του, που ήταν πάντα πολύ περισσότερες από εκείνες που είχαμε φανταστεί και πολύ πιο περίπλοκες. Στη συνέχεια, με προσεκτικά βήματα και σταθμίζοντας τις επιπτώσεις που θα είχε το κάθε βήμα – καλοδεχούμενες ή απευκταίες – κατέληγε σε μια τελική αποτίμηση σαφή και ξεκάθαρη, βάζοντας ένα θετικό ή αρνητικό πρόσημο – εδώ φαίνεται ο πολιτικός – και ταυτόχρονα μερικούς αστερίσκους για το πώς ενδεχομένως θα συνδυαζόταν ή θα συγκρουόταν με άλλες φιλικές ή εχθρικές κινήσεις σ’ αυτό το τεράστιο ταμπλώ που ονομάζουμε πολιτική ζωή της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Και φυσικά οι λύσεις που πρότεινε είχαν πάντα ένα απώτερο – αλλιώς πως θα μιλούσαμε με όρους κατεύθυνσης ή βελτίωσης; Αλλά δεν ανήγγειλαν τη βασιλεία του θεού επί της γης. Το ζητούμενο ήταν μια συγκεκριμένη, μια απτή βελτίωση της ισχύουσας κατάστασης.
Ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς σήμερα κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ξεκινάει πάντα από κάποια πράγματα στα οποία έχει ήδη επικολληθεί ένα τεράστιο συν ή ένα εξίσου τεράστιο πλην. Από τα μεν αναφέρω ενδεικτικά τη λέξη «κίνημα» και τα παράγωγά της, την ενασχόληση με τα «πραγματικά προβλήματα» ή, όσον αφορά τα εσωτερικά μαλλιοτραβήγματα, την «προωθητική σύνθεση». Από τα δε, τα οποία τοποθετούνται κάπου μεταξύ παιδεραστίας και κοπρολαγνείας αναφέρω επίσης ενδεικτικά την maxima culpa, ήτοι την ανοχή ή πόσω μάλλον την οποιαδήποτε συνεργασία με τους πολιτικούς εχθρούς της Αριστεράς οι οποίοι βρίσκονται προς τα δεξιά του κάθε ομιλούντος και είναι όλοι τους, αυτό δεν το συζητάμε, βαμμένοι νεοφιλελεύθεροι και ως εκ τούτου κατάπτυστοι.
Το ότι οι πολιτικές θέσεις του Μιχάλη δεν ήταν αρεστές σε πολλούς συντρόφους του δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, ούτε και να μας ενοχλεί. Αυτά έχει η πολιτική στη δημοκρατία. Διαφωνείς, τους τη λες και σου τη λένε. Ενόχλησε όμως και ο τρόπος του, κι αυτό είναι άλλης τάξης πρόβλημα. Και ενόχλησε για τον εξής λόγο: ο κυρίαρχος λόγος της Αριστεράς σήμερα ξεκινάει από την ήδη γνωστή και καθαγιασμένη απάντηση, όχι την ερώτηση «Έχω μια καλή απάντηση, μήπως έχετε καμιά ερώτηση», όπως έλεγε ο Γούντι Άλλεν, συνοψίζοντας χωρίς να το ξέρει τη στάση της ελληνικής Αριστεράς σήμερα – ξεκινάει από κάποιες θέσεις τοτέμ, οι οποίες θεωρούνται αυτονόητα σωστές, δηλαδή αυτονόητα αριστερές, και ως τέτοιες στη συνέχεια επιβάλλονται όχι επειδή αποδίδουν πολιτικά, όχι επειδή αλλάζουν τα πράγματα, αλλά για να διαφυλαχτεί η καθαρότητά τους στο όνομα μιας απυρόβλητης αλήθειας και μιας αποκαλυπτικής στιγμής «π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει, κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων». Οι πολιτικές θέσεις του Μιχάλη δεν απορρίφθηκαν μόνο ως «δεξιές» - αυτό συνιστά μια πολιτική θέση – αλλά ως ενστάσεις ενοχλητικά συγκεκριμένες και πραγματολογικά γειωμένες, ενστάσεις σε κάτι που ο αριστερός οφείλει να αποδεχτεί απολύτως (υπογραμμισμένο), για να θεωρηθεί αριστερός. Ο Μιχάλης δεν ήταν αιρετικός, όπως π.χ. ο Ελεφάντης – ήταν ιερόσυλος. Γιατί οι απαντήσεις του άρχιζαν με μια φράση που κάνει τον κάθε κάτοχο της απόλυτης αλήθειας να κουβαριαστεί σαν σκαντζόχοιρος, οχυρωμένος πίσω από τις απειλητικές βελόνες του. Τη φράση: «τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά…». Ενδέχεται η ανάλυση που ακολουθούσε να μην ήταν πειστική, ο καθένας έχει επ’ αυτού τη γνώμη του. Εκείνο που δεν του συγχώρησαν όμως ήταν το πώς άρχιζε.
Γιατί άρχιζε έτσι; Γιατί αυτός ήταν, από τότε που τον γνώρισα στο πανεπιστήμιο. Πολλά χρόνια αργότερα έτυχε να το κουβεντιάσουμε, να κουβεντιάσουμε τον τρόπο του δηλαδή. Σας μεταφέρω τα λόγια του: όταν μιλάμε σημασία δεν έχει μόνο το μήνυμα, το περιεχόμενο. Σημασία έχει και το πώς μιλάμε επειδή αυτός που μιλάει κατασκευάζει εκείνον που τον ακούει, τον προϋποθέτει και τον προαναγγέλλει. Ως όραμα για το μέλλον, το οποίο αρχίζει πάντα από το σήμερα, από τη στιγμή που θα ανοίξουμε το στόμα μας. Κατά συνέπεια ο τρόπος μας είναι μια πολιτική πράξη, όχι μια προσωπική ιδιοτροπία. Και ο τρόπος του Μιχάλη, η εμμονή στην άποψη ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ότι η αποτίμηση του συγκεκριμένου υπερτερεί της επίκλησης του αφηρημένου και η πεποίθηση ότι η Αριστερά είναι συνυφασμένη με την κριτική σκέψη ως πολιτική πράξη, συνοψίζουν άριστα το πνεύμα αυτού του είδους υπό διωγμό και ίσως εξαφάνιση, που ακούει στο όνομα Ανανεωτική Αριστερά.
Κι αυτό με φέρνει στο δεύτερο πράγμα που μου έμαθε με το παράδειγμά του ο Μιχάλης: ότι άλλο αριστερός κι άλλο οπαδός της αριστεράς. Ακούγεται σαν παραδοξολογία: μα καλά, πως γίνεται να είσαι αριστερός και να μην υποστηρίζεις την Αριστερά; Το ερώτημα είναι, πώς την υποστηρίζεις; Αν είσαι οπαδός – και ο όρος παραπέμπει ευθέως στο ποδόσφαιρο – θεωρείς ότι η ομάδα σου είναι εξ ορισμού καλύτερη από τις άλλες, ότι όλα τα πέναλτυ που μας δίνει ο διαιτητής είναι πραγματικά και όλα όσα δίνει στους αντιπάλους μας πέτσινα, ότι η πολιτική είναι να τα χώνεις στην απέναντι κερκίδα, κι ότι το μόνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα, όχι το πώς φτάνουμε μέχρι εκεί. Ή αν με όρους μπεσατζή, δεν μας νοιάζει ποιος και γιατί μπήκε στο μαγαζί, αρκεί να μπει και να ψωνίσει, δηλαδή να ψηφίσει, αν όλα αυτά χαρακτηρίζουν τη στάση της Αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα, και νομίζω πως όντως τη χαρακτηρίζουν, τότε, κατά μια έννοια, για να είσαι αριστερός δεν πρέπει να είσαι οπαδός της Αριστεράς. Γιατί η Αριστερά όπως την είδα στον Μιχάλη είναι η άσκηση της κριτικής σκέψης. Δεν λέω η ενσάρκωση επειδή κάτι τέτοιο έχει μεταφυσικές προεκτάσεις που κάποια ευθύνη φέρουν για τα εκατομμύρια των αθώων που έφαγε το σκοτάδι. Λέω όμως το αίτημα για την άσκηση της κριτικής σκέψης, η οποία φυσικά δεν είναι να κουνάμε το δάχτυλο στους άλλους αλλά να αντιμετωπίζουμε κριτικά – όσο μπορούμε – τις προϋποθέσεις του δικού μας κριτικού λόγου.
Η Αριστερά έχει να επιδείξει ανθρώπους που άσκησαν τον κριτικό λόγο, μολονότι γίνονται ολοένα και λιγότεροι. Κανείς όμως δε διατύπωσε τόσο καθαρά το αίτημα όσο ο Μιχάλης. Διευκρινίζω και επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά είχε δίκιο σε ό,τι έλεγε. Εδώ ο καθένας μας ας τον κρίνει. Λέω ότι αυτός ήταν ο τρόπος του και ότι ο τρόπος του ήταν σωστός και πάνω από όλα αριστερός. Λέω επίσης και επιμένω ότι αυτό κυρίως ενόχλησε πολλούς σε προσωπικό επίπεδο γιατί το εξέλαβαν ως αλαζονεία. Η αμφισβήτηση του δικού μας αυτονόητου, η διατάραξη της μακάριας και φονικής βεβαιότητας που ως φαίνεται πολλοί την χρειάζονται για να λειτουργήσουν πολιτικά. Είναι αυτοί που κυκλοφορούν με την απόλυτη αλήθεια στην κωλότσεπη. Και οι οποίοι γίνονται ολοένα και περισσότεροι, ολοένα και πιο βέβαιοι, μερικοί και βίαιοι.
Αυτός ήταν ο τρόπος του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο για τον οποίο τον ευχαριστώ. Είναι το πιο υποκειμενικό και για μένα ίσως το πιο σημαντικό, κι έχει να κάνει με το χρέος μου που ανέφερα στην αρχή. Επειδή δεν είναι εύκολο να το ορίσω, επιτρέψτε μου μια μικρή εισαγωγή: μου είχε πει κάποιος ότι όσο καλά και να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, όσο και να ξεχάσουμε τη δική μας, υπάρχει ένα πράγμα, μια διανοητική λειτουργία την οποία πάντα κάνουμε στη γλώσσα που μάθαμε από τη μάνα μας: το μέτρημα. Πάντα μετράμε στη μητρική μας γλώσσα. Το έψαξα γιατί μου έκανε εντύπωση και διαπίστωσα ότι έτσι είναι, αν και κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Νομίζω ότι κάτι ανάλογο ισχύει και για τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, όταν όχι απλώς ξενιτευτούμε αλλά όταν αφομοιώσουμε την κουλτούρα μιας ξένης χώρας. Εννοώ ότι μολονότι φυλετικά ξένοι στη χώρα αυτή, χαιρόμαστε, οργιζόμαστε, ελπίζουμε, ενθουσιαζόμαστε με τα όσα συμβαίνουν ακόμα και νοσταλγούμε τα πράγματα που γνωρίσαμε εκεί. Υπάρχει όμως ένα συναίσθημα το οποίο μόνο η πατρίδα, ο γενέθλιος τόπος, μας προκαλεί: είναι η ντροπή. Μόνο για την πατρίδα ντρεπόμαστε. Σας μιλάω σαν πρώτης γενιάς Έλληνας της διασποράς. Μετά από σαράντα και πάνω χρόνια στην Αγγλία, τα πράγματα που γίνονται εκεί προκαλούν μέσα μου όλα αυτά τα συναισθήματα. Απογοητεύομαι ή οργίζομαι με τις πολιτικές επιλογές των Άγγλων, συμμερίζομαι τις απέχθειές τους, νοσταλγώ το σπίτι μου στο Λονδίνο, όποτε παίζουν αγγλικές ομάδες με ξένες θέλω να κερδίζουν. Όταν όμως στην Αγγλία συμβαίνουν πράγματα που προκαλούν τη ντροπή, και συμβαίνουν τέτοια, ξαναγίνομαι Έλληνας, διαφορετικός κι από τα μέλη της δικής μου οικογένειας. Όχι για να απαλλαγώ από ένα δυσάρεστο συναίσθημα αλλά γιατί όντως αυτό το κουμπί μόνο η Ελλάδα μπορεί να το πατήσει.
Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει για την ιδεολογική μας πατρίδα, τον ιδεολογικό γενέθλιο χώρο μας. Μόνο αυτός, η Αριστερά, με κάνει, πολιτικά, να ντρέπομαι. Μόνο για την Αριστερά κοκκινίζω. Δεν αμφιβάλλω ότι αν ανήκα σε κάποιον άλλον πολιτικό χώρο ίσως, ή μάλλον σίγουρα, θα ντρεπόμουν πολύ πιο συχνά και πολύ πιο έντονα. Αυτοί όμως είναι σαν τους Άγγλους: δεν με αφορούν. Γιατί σε τελική ανάλυση ανήκουμε πραγματικά, ανήκουμε απόλυτα, μόνο στο χώρο που μπορεί να μας πληγώσει. Και τίποτα δεν είναι τόσο δικό μας, όσο εκείνο που μας πήραν άδικα. Και ο Μιχάλης; Ο Μιχάλης ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να μη ντρέπομαι επειδή είμαι αριστερός. Αυτό είναι το μεγάλο χρέος που ανέφερα στην αρχή. Όχι μόνο ο Μιχάλης. Θα αναφέρω άλλα δύο ονόματα ανθρώπων που έφυγαν πρόσφατα: Άγγελος Ελεφάντης, Φίλιππος Ηλιού. Μπορεί συχνά να μην συμφωνούσαν, αλλά τους ένωνε ένας βαθύς και αμοιβαίος σεβασμός γιατί ήξεραν ότι οφείλουμε να σκεφτούμε ξανά, όταν έρχονται κατά πάνω μας τα δρεπανηφόρα άρματα που δεν τα έχει εξαπολύσει μόνο η αντίδραση, όπως λέγαμε παλιά, γιατί σε μερικά απ’ αυτά βλέπουμε φαντάσματα από τη δική μας ιστορία να μαστιγώνουν τ’ άλογα.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω με κάτι που έγραψα πριν ένα χρόνο, όταν χάσαμε τον Μιχάλη. Από παλιά, από τότε βρεθήκαμε στο πανεπιστήμιο, γεμάτοι αισιοδοξία, ανυποψίαστοι για το μέλλον, ο Μιχάλης ήταν το αστέρι μας. Και να προσθέσω ότι σήμερα που το μέλλον έχει γίνει ένα ζοφερό παρόν, σήμερα που τον χρειαζόμαστε όσο ποτέ, ο Μιχάλης δεν είναι εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου